σιώπηση

σιώπηση
[-ις (-εως)] η см. σιωπή

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σιώπηση" в других словарях:

  • σιώπηση — η / σιώπησις, ήσεως, ΝΑ [σιωπῶ] νεοελλ. 1. σιωπή, σιγή 2. επιβολή σιωπής 3. αποσιώπηση αρχ. 1. η συνήθεια τού να είναι κανείς σιωπηλός, σιωπηλότητα 2. μτφ. προκάλυμμα που αποσκοπεί στην απόκρυψη τής πραγματικότητας, πέπλος …   Dictionary of Greek

  • σιωπήσῃ — σιωπήσηι , σιώπησις taciturnity fem dat sg (epic) σιωπάω keep silence aor subj mid 2nd sg (attic ionic) σιωπάω keep silence aor subj act 3rd sg (attic ionic) σιωπάω keep silence fut ind mid 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»